- σόφισμα
- το, ΝΑ1. επινόημα, εφεύρημα, ευφυές τέχνασμα (α. «είναι γεμάτος από σοφίσματα» β. «σόφισμα... μηχανᾱσθαι», Ηρόδ.)2. (λογ.) σκόπιμα εσφαλμένος συλλογισμός ο οποίος, με αφετηρία αληθινές, ή εκλαμβανόμενες ως τέτοιες, προτάσεις, καταλήγει σε παράλογο αλλά δύσκολα αντικρουόμενο συμπέρασμα και αποσκοπεί στην πρόκληση σύγχυσης στον συνομιλητή («ἆρ' οὐχ ὡς ἀληθῶς προσήκοντα ἀκοῡσαι σοφίσματα», Πλάτ.)αρχ.1. (στην ιατρική) ικανότητα ή μέθοδος που αποκτήθηκε με μελέτη2. τέχνασμα ποιητή ή υποκριτή πάνω στην σκηνή, που γίνεται για να τόν επευφημήσουν3. παρασκευή φαγητού με δεξιότητα, με τέχνη4. πανούργο τέχνασμα, πονηριά («δίκην σε δοῡναι δεῑ σοφισμάτων κακών», Ευρ.)5. φρ. «Περί σοφισμάτων» — τίτλος έργου τού Χρυσίππου.[ΕΤΥΜΟΛ. < σοφίζομαι. Για τη σημ. τής λ. βλ. λ. σοφίζομαι].
Dictionary of Greek. 2013.